Γράφει η Ιωάννα Κύρου
Τα χρόνια πέρασαν , ο σιδηρόδρομος και το ταχυδρομείο έκαναν πια την δουλειά των Kυρατζήδων. Η Ελλάδα μπήκε στον 19 αιώνα και πάλι δεν είχε ησυχία . Οι βαλκανικοί πόλεμοι και η έκρυθμη κατάσταση έκανε πολλούς να φύγουν για τα ξένα . Η αναζήτηση καλύτερης τύχης , οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες , το άνοιγμα των νέων χωρών και οι ευκαιρίες για δουλειά ήταν και αυτοί λόγοι που οδήγησαν τα νιάτα της Ελλάδας σε άλλες χώρες. Εδώ δεν έχουμε ταξιδεμένους έχουμε ξενιτεμένους. Οι ξενιτεμένοι ήταν αυτοί που από ταξιδιώτες με τον καιρό γινόταν παιδιά της ξενιτιάς και δεν γυρνούσαν πίσω.
Πόσο οδυνηρό ήταν αυτό για την σφιχτά δεμένη ελληνική οικογένεια φαίνεται χαρακτηριστικά στα δημοτικά μας τραγούδια . Τραγούδια που γεννήθηκαν στα νυχτέρια των γυναικών και στις μαζώξεις των ανθρώπων το χειμώνα .
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο μ΄,
η ξενιτιά σε χαίρεται και γω έχω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, αυτού μακριά στα ξένα
σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
σου στέλνω και το δάκρυ μου σ’ ένα χρυσό μαντίλι,
το δάκρυ μου είναι καυτερό και καίει το μαντίλι.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;
Σηκώνομαι τη χαραυγή, γιατί ύπνο δεν ευρίσκω,
ανοίγω το παράθυρο, κοιτάζω τους διαβάτες,
κοιτάζω τις γειτόνισσες και τις καλοτυχίζω,
πώς ταχταρίζουν τα μωρά και τα γλυκοβυζαίνουν.
Με παίρνει το παράπονο, το παραθύρι αφήνω,
και μπαίνω μέσα, κάθομαι, και μαύρα δάκρυα χύνω.
Η αναχώρηση ενός μέλους , με τον γάμο, την μετανάστευση ή τον θάνατο, στάθηκε πάντοτε τραυματική για το κλειστό κύτταρο της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας. Η μάνα δεν μπορεί να ξεπεράσει το γεγονός του αποχωρισμού και βέβαια όντας μια οικογένεια «κρυπτομητριαρχική» είναι η μάνα που αναλαμβάνει να διώξει τελετουργικά τόσο το γιό για τα ξένα και την κόρη με τον γάμο :
Αχ! η ξενιτιά το χαίρεται ,Τζιβαέρι μου ,
το μοσχολουλουδό μου, σιγανά και ταπεινά.
Εγώ ήμουνα που το στείλα , με θέλημα δικό μου.
Παναθεμά σε ξενιτιά, εσέ και το καλό σου
που πήρες το παιδάκι μου
και το καμες δικό σου, σιγανά πατώ στην γη …
Η πίκρα του «διωγμένου» φαίνεται στο συχνά τραγουδισμένο δημοτικό της περιοχής μας που ακουγόταν και στον αποχαιρετισμό του γιού για τα ξένα αλλά και στο ξεπροβόδισμα της νύφης από το πατρικό της.
Μια Παρασκευή , κι ένα Σαββάτο βράδυ ,
όλοι μ΄ έδιωχναν κι όλοι μου λένε φεύγα.
Φεύγω κλαίγοντας κι όλο παραπονιώντας,
παίρνω ένα στρατί ,στρατί και μονοπάτι.
Και το
Βάστα ψυχή μ΄, βάστα καρδιά μ΄ ,σαν πως βαστάζουν τα βουνά
τα χιόνια και τα κρούσταλα.
Έτσι να βαστάξει κι η μάνα μου , σαν πως βαστάζουν τα βουνά,
έτσι να βαστάξει κι ο πατέρας μου
ώσπου να βγω απ’ την πόρτα μου …
Οι ετοιμασίες ξεκινούσαν και το κλίμα ήταν βαρύ στο σπίτι, δεν γνώριζαν πότε θα επέστρεφε ο ξενιτεμένος και μερικές φορές μπορεί και να μην ξαναγύριζε. Αυτός ερχόταν σε συνεννόηση με τον Κυρατζή για την μέρα που θα έφευγε και ο αποχαιρετισμός ξεκινούσε από το βράδυ. Όλα τα αγαπημένα πρόσωπα, οικογένεια, φίλοι και συγγενείς ερχόντουσαν στο σπίτι του και συνέτρωγαν, συνέπιναν και σιγοτραγουδούσαν αργόσυρτα , αποχαιρετώντας έτσι αυτόν ετοιμαζόταν να φύγει . Διάφορες συμβολικές κινήσεις με το νερό, την φωτιά και το ψωμί επικαλούνταν την καλή τύχη , την προκοπή και τον άμεσο γυρισμό του .Το πρωί αφού έκανε την προσευχή του έπαιρνε μαζί του σ΄ ένα μαντήλι, λάδι από το καντήλι του σπιτιού του. Η μάνα του ζύμωνε ένα ψωμί έκρυβε μέσα του έναν σταυρό και το φύλαγε στο εικονοστάσι, στο κατώφλι του σπιτιού τοποθετούσαν ένα λαίνι (πήλινο δοχείο νερού) και αυτός που θα έφευγε το κλώτσαγε με το δεξί του πόδι , όταν έβγαινε από το σπίτι. Όπως χυνόταν γρήγορα το νερό έτσι να γυρνούσε γρήγορα κι αυτός. Μετά όλοι μαζί τον συνόδευαν με τα πόδια μέχρι ένα σημείο έξω από το χωριό στα τωρινά σύνορα Κρόκου –Κοζάνης που ονομαζόταν «Στεγνό καραγάτσι». Βλέπουμε και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας να γίνονται αναφορές για τέτοια σημαδιακά μέρη και τοπωνύμια με ανάλογες ονομασίες, όπως Κλαψόδεντρος, Πικροκέρασος, Κλαψοράχη, Πικρογκορτσιά κ.α.
Στην αρχή του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα την δεκαετία 1900 με 1910 ένα πρώτο κύμα μεταναστών του Κρόκου έφυγε στην Αμερική .Εκεί πρόκοψαν , δημιούργησαν, πλούτισαν και μερικοί πήραν και τις οικογένειες τους μαζί. Γνωστός Κροκιώτης που έζησε στην Αμερική ήταν ο Πάφφας Δημήτριος που δεν ξεχνούσε το χωριό που μεγάλωσε και έστελνε κάθε αρχή σχολικής χρονιάς γραφική ύλη στα παιδιά του χωριού συμβάλλοντας έτσι στην μόρφωση τους. Αυτός ήταν που μάζεψε τους συγχωριανούς του που εργαζόταν στην Αμερική ,τον Λιόρμπα Μάρκο ,τον Κατσέλα Χαρίσιο, τον Δελλή Μανώλη, τον Καρανάνο Γεώργιο και άλλους, συγκέντρωσαν χρήματα και αγόρασαν τον μηχανισμό και το ρολόι , ελβετικής προελεύσεως παρακαλώ, για το καμπαναριό του Κρόκου .
Η απελευθέρωση της Μακεδονίας χαροποίησε τους ξενιτεμένους και κάποιοι από αυτούς εγκατέλειψαν την Αμερική και τις εργασίες τους και κατατάγηκαν εθελοντές το 1913 για να βοηθήσουν να ελευθερωθούν και άλλα σκλαβωμένα ελληνικά εδάφη. Η ιδέα της μεγάλης Ελλάδας τους ξεσήκωσε και πολέμησαν για την απελευθέρωση της Ηπείρου αφήνοντας την βόλεψη τους στην Αμερική ο Αθανάσιος Βαρτζώκας, ο Χαρίσιος Μπάρκας ,ο Εμμανουήλ Δελλής, ο Αχιλλέας Οικονόμου και άλλοι. Ένας από αυτούς ο Αργύρης Βαρτζώκας πολέμησε ηρωικά και άφησε την τελευταία του πνοή στην μάχη του Μπιζανίου .
Τα χρόνια πέρασαν ,όπως όλη η Ελλάδα έτσι και ο Κρόκος στέναξε στην γερμανική κατοχή και στον εμφύλιο.
Το 1954-55 μια επίσημη συμφωνία υπογράφτηκε μεταξύ Ελλάδας και Βελγίου για αποστολή εργατικού δυναμικού στα ορυχεία του Βελγίου. Πολλοί ήταν που έφυγαν για το Βέλγιο και από αγρότες που βρισκόταν όλη μέρα στον ήλιο και στον καθαρό αέρα χώθηκαν στις σκοτεινές στοές του Βελγίου.
Ανάμεσα σ΄ αυτούς που έφυγαν τότε ήταν και ο Παπαδόπουλος Κωνσταντίνος. Στη φωτογραφία είναι μαζί με τον Δελλόπουλο Σωκράτη και τον Δελλόπουλο Κωνσταντίνο. Δύσκολα διακρίνονται τα πρόσωπά τους στην φωτογραφία .Αυτό που διακρίνει κάποιος κοιτώντας προσεκτικά στο βάθος είναι ένα άγαλμα της Παναγίας ,σύμφωνα με την καθολική τέχνη ,που υπάρχει στην είσοδο.
Πριν κατεβούν στις στοές προσευχόντουσαν σε μια ξένη Παναγία ,μια Μαντόνα , για να βγουν ζωντανοί από τα έγκατα της γης και όταν έβγαιναν πάλι το φωτεινό πρόσωπο που έβλεπαν ήταν το δικό της και την ευχαριστούσαν που τελείωσαν την βάρδια τους γεροί. Αρκετοί Κροκιώτες παρέμειναν στο Βέλγιο και μαζί με άλλους Έλληνες δημιούργησαν μια ζωντανή ελληνική κοινότητα.
Την δεκαετία του 1950 με 1960 αρκετοί Κροκιώτες επέλεξαν να φύγουν για την Αυστραλία γνωρίζοντας πως δεν θα ξαναγυρνούσαν .Ήταν νέοι άνθρωποι όμως και κάπως έπρεπε να δημιουργήσουν οικογένεια. Βρέθηκε λύση : ο αρραβώνας με φωτογραφία. Οι συγγενείς του νέου στην Ελλάδα έβρισκαν μια κοπέλα της αρεσκείας τους ,από καλό σόι, και κανόνιζαν τον αρραβώνα χωρίς την παρουσία του ενδιαφερομένου .Βέβαια είχε ανταλλάξει το ζευγάρι πρώτα από μια φωτογραφία , είχαν συμφωνήσει και μετά άλλαζαν τα σημάδια του αρραβώνα. Το ίδιο γινόταν και αν η κοπέλα βρισκόταν στην Αυστραλία. Τέτοια περίπτωση γάμου είχαμε με το ζευγάρι της Αικατερίνης Κύρου από τον Κρόκο και του Παπαδόπουλου Θεόδωρου από την Καισαρειά. Εδώ έγινε το προξενιό ,στάλθηκαν οι φωτογραφίες εκατέρωθεν , συμφώνησαν και οι δύο ,έγινε ο αρραβώνας με τους συγγενείς , χωρίς την παρουσία της νύφης και ο γαμπρός αφού άλλαξαν τα σημάδια του αρραβώνα πήρε την βαλίτσα του και έκανε ένα ταξίδι τριάντα ημερών με το καράβι για να συναντήσει μια κοπέλα που δεν είχε δει ποτέ του και να περάσει μαζί της την υπόλοιπη ζωή του στην ξενιτιά. Στο καράβι βρήκε άλλους εφτά νεαρούς που είχαν αρραβωνιαστεί με τον ίδιο τρόπο. Ο γάμος ήτανε πετυχημένος ,έκαναν οικογένεια , δούλεψαν και πρόκοψαν όπως τόσοι άλλοι στην Αυστραλία που έχει μια από τις μεγαλύτερες και πιο δραστήριες ελληνικές παροικίες .
Η προκοπή στα ξένα και η νοσταλγία για την Ελλάδα ταυτόχρονα είναι ένα χαρακτηριστικό της φυλής μας που νομίζω τόσο έντονο δεν υπάρχει σε άλλους λαούς .Αυτό το ύμνησε η δημοτική μούσα σε πολλά τραγούδια της και κλείνω με ένα από τα χαρακτηριστικότερα:
Μαύρα μου χελιδόνια κι άσπρα μου πουλιά
ευτού ψηλά που πάτε για χαμηλώσετε
να στείλω ένα γράμμα και μια ψιλή γραφή
να γράψω της καλής μου να μη με καρτερεί.
Εδώ στα ξένα πού “ρθα με παντρέψανε
μου δώσαν μια γυναίκα μάγισσας παιδί,
μαγεύει τα πουλάκια και δεν κελαηδούν
μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν
με μάγεψε και μένα και δε μπορώ να “ρθώ,
όταν κινήσω να “ρθω χιόνια και βροχές
κι όταν γυρίσω πίσω, ήλιος ξαστεριές…
Κείμενο- Φωτογραφίες
Ιωάννα Κύρου
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ : http://kozanimedia.gr/?p=246958#.Vk9OV14oTeF
Τα χρόνια πέρασαν , ο σιδηρόδρομος και το ταχυδρομείο έκαναν πια την δουλειά των Kυρατζήδων. Η Ελλάδα μπήκε στον 19 αιώνα και πάλι δεν είχε ησυχία . Οι βαλκανικοί πόλεμοι και η έκρυθμη κατάσταση έκανε πολλούς να φύγουν για τα ξένα . Η αναζήτηση καλύτερης τύχης , οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες , το άνοιγμα των νέων χωρών και οι ευκαιρίες για δουλειά ήταν και αυτοί λόγοι που οδήγησαν τα νιάτα της Ελλάδας σε άλλες χώρες. Εδώ δεν έχουμε ταξιδεμένους έχουμε ξενιτεμένους. Οι ξενιτεμένοι ήταν αυτοί που από ταξιδιώτες με τον καιρό γινόταν παιδιά της ξενιτιάς και δεν γυρνούσαν πίσω.
Πόσο οδυνηρό ήταν αυτό για την σφιχτά δεμένη ελληνική οικογένεια φαίνεται χαρακτηριστικά στα δημοτικά μας τραγούδια . Τραγούδια που γεννήθηκαν στα νυχτέρια των γυναικών και στις μαζώξεις των ανθρώπων το χειμώνα .
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο μ΄,
η ξενιτιά σε χαίρεται και γω έχω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, αυτού μακριά στα ξένα
σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
σου στέλνω και το δάκρυ μου σ’ ένα χρυσό μαντίλι,
το δάκρυ μου είναι καυτερό και καίει το μαντίλι.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;
Σηκώνομαι τη χαραυγή, γιατί ύπνο δεν ευρίσκω,
ανοίγω το παράθυρο, κοιτάζω τους διαβάτες,
κοιτάζω τις γειτόνισσες και τις καλοτυχίζω,
πώς ταχταρίζουν τα μωρά και τα γλυκοβυζαίνουν.
Με παίρνει το παράπονο, το παραθύρι αφήνω,
και μπαίνω μέσα, κάθομαι, και μαύρα δάκρυα χύνω.
Η αναχώρηση ενός μέλους , με τον γάμο, την μετανάστευση ή τον θάνατο, στάθηκε πάντοτε τραυματική για το κλειστό κύτταρο της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας. Η μάνα δεν μπορεί να ξεπεράσει το γεγονός του αποχωρισμού και βέβαια όντας μια οικογένεια «κρυπτομητριαρχική» είναι η μάνα που αναλαμβάνει να διώξει τελετουργικά τόσο το γιό για τα ξένα και την κόρη με τον γάμο :
Αχ! η ξενιτιά το χαίρεται ,Τζιβαέρι μου ,
το μοσχολουλουδό μου, σιγανά και ταπεινά.
Εγώ ήμουνα που το στείλα , με θέλημα δικό μου.
Παναθεμά σε ξενιτιά, εσέ και το καλό σου
που πήρες το παιδάκι μου
και το καμες δικό σου, σιγανά πατώ στην γη …
Η πίκρα του «διωγμένου» φαίνεται στο συχνά τραγουδισμένο δημοτικό της περιοχής μας που ακουγόταν και στον αποχαιρετισμό του γιού για τα ξένα αλλά και στο ξεπροβόδισμα της νύφης από το πατρικό της.
Μια Παρασκευή , κι ένα Σαββάτο βράδυ ,
όλοι μ΄ έδιωχναν κι όλοι μου λένε φεύγα.
Φεύγω κλαίγοντας κι όλο παραπονιώντας,
παίρνω ένα στρατί ,στρατί και μονοπάτι.
Και το
Βάστα ψυχή μ΄, βάστα καρδιά μ΄ ,σαν πως βαστάζουν τα βουνά
τα χιόνια και τα κρούσταλα.
Έτσι να βαστάξει κι η μάνα μου , σαν πως βαστάζουν τα βουνά,
έτσι να βαστάξει κι ο πατέρας μου
ώσπου να βγω απ’ την πόρτα μου …
Οι ετοιμασίες ξεκινούσαν και το κλίμα ήταν βαρύ στο σπίτι, δεν γνώριζαν πότε θα επέστρεφε ο ξενιτεμένος και μερικές φορές μπορεί και να μην ξαναγύριζε. Αυτός ερχόταν σε συνεννόηση με τον Κυρατζή για την μέρα που θα έφευγε και ο αποχαιρετισμός ξεκινούσε από το βράδυ. Όλα τα αγαπημένα πρόσωπα, οικογένεια, φίλοι και συγγενείς ερχόντουσαν στο σπίτι του και συνέτρωγαν, συνέπιναν και σιγοτραγουδούσαν αργόσυρτα , αποχαιρετώντας έτσι αυτόν ετοιμαζόταν να φύγει . Διάφορες συμβολικές κινήσεις με το νερό, την φωτιά και το ψωμί επικαλούνταν την καλή τύχη , την προκοπή και τον άμεσο γυρισμό του .Το πρωί αφού έκανε την προσευχή του έπαιρνε μαζί του σ΄ ένα μαντήλι, λάδι από το καντήλι του σπιτιού του. Η μάνα του ζύμωνε ένα ψωμί έκρυβε μέσα του έναν σταυρό και το φύλαγε στο εικονοστάσι, στο κατώφλι του σπιτιού τοποθετούσαν ένα λαίνι (πήλινο δοχείο νερού) και αυτός που θα έφευγε το κλώτσαγε με το δεξί του πόδι , όταν έβγαινε από το σπίτι. Όπως χυνόταν γρήγορα το νερό έτσι να γυρνούσε γρήγορα κι αυτός. Μετά όλοι μαζί τον συνόδευαν με τα πόδια μέχρι ένα σημείο έξω από το χωριό στα τωρινά σύνορα Κρόκου –Κοζάνης που ονομαζόταν «Στεγνό καραγάτσι». Βλέπουμε και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας να γίνονται αναφορές για τέτοια σημαδιακά μέρη και τοπωνύμια με ανάλογες ονομασίες, όπως Κλαψόδεντρος, Πικροκέρασος, Κλαψοράχη, Πικρογκορτσιά κ.α.
Στην αρχή του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα την δεκαετία 1900 με 1910 ένα πρώτο κύμα μεταναστών του Κρόκου έφυγε στην Αμερική .Εκεί πρόκοψαν , δημιούργησαν, πλούτισαν και μερικοί πήραν και τις οικογένειες τους μαζί. Γνωστός Κροκιώτης που έζησε στην Αμερική ήταν ο Πάφφας Δημήτριος που δεν ξεχνούσε το χωριό που μεγάλωσε και έστελνε κάθε αρχή σχολικής χρονιάς γραφική ύλη στα παιδιά του χωριού συμβάλλοντας έτσι στην μόρφωση τους. Αυτός ήταν που μάζεψε τους συγχωριανούς του που εργαζόταν στην Αμερική ,τον Λιόρμπα Μάρκο ,τον Κατσέλα Χαρίσιο, τον Δελλή Μανώλη, τον Καρανάνο Γεώργιο και άλλους, συγκέντρωσαν χρήματα και αγόρασαν τον μηχανισμό και το ρολόι , ελβετικής προελεύσεως παρακαλώ, για το καμπαναριό του Κρόκου .
Η απελευθέρωση της Μακεδονίας χαροποίησε τους ξενιτεμένους και κάποιοι από αυτούς εγκατέλειψαν την Αμερική και τις εργασίες τους και κατατάγηκαν εθελοντές το 1913 για να βοηθήσουν να ελευθερωθούν και άλλα σκλαβωμένα ελληνικά εδάφη. Η ιδέα της μεγάλης Ελλάδας τους ξεσήκωσε και πολέμησαν για την απελευθέρωση της Ηπείρου αφήνοντας την βόλεψη τους στην Αμερική ο Αθανάσιος Βαρτζώκας, ο Χαρίσιος Μπάρκας ,ο Εμμανουήλ Δελλής, ο Αχιλλέας Οικονόμου και άλλοι. Ένας από αυτούς ο Αργύρης Βαρτζώκας πολέμησε ηρωικά και άφησε την τελευταία του πνοή στην μάχη του Μπιζανίου .
Τα χρόνια πέρασαν ,όπως όλη η Ελλάδα έτσι και ο Κρόκος στέναξε στην γερμανική κατοχή και στον εμφύλιο.
Το 1954-55 μια επίσημη συμφωνία υπογράφτηκε μεταξύ Ελλάδας και Βελγίου για αποστολή εργατικού δυναμικού στα ορυχεία του Βελγίου. Πολλοί ήταν που έφυγαν για το Βέλγιο και από αγρότες που βρισκόταν όλη μέρα στον ήλιο και στον καθαρό αέρα χώθηκαν στις σκοτεινές στοές του Βελγίου.
Ανάμεσα σ΄ αυτούς που έφυγαν τότε ήταν και ο Παπαδόπουλος Κωνσταντίνος. Στη φωτογραφία είναι μαζί με τον Δελλόπουλο Σωκράτη και τον Δελλόπουλο Κωνσταντίνο. Δύσκολα διακρίνονται τα πρόσωπά τους στην φωτογραφία .Αυτό που διακρίνει κάποιος κοιτώντας προσεκτικά στο βάθος είναι ένα άγαλμα της Παναγίας ,σύμφωνα με την καθολική τέχνη ,που υπάρχει στην είσοδο.
Πριν κατεβούν στις στοές προσευχόντουσαν σε μια ξένη Παναγία ,μια Μαντόνα , για να βγουν ζωντανοί από τα έγκατα της γης και όταν έβγαιναν πάλι το φωτεινό πρόσωπο που έβλεπαν ήταν το δικό της και την ευχαριστούσαν που τελείωσαν την βάρδια τους γεροί. Αρκετοί Κροκιώτες παρέμειναν στο Βέλγιο και μαζί με άλλους Έλληνες δημιούργησαν μια ζωντανή ελληνική κοινότητα.
Την δεκαετία του 1950 με 1960 αρκετοί Κροκιώτες επέλεξαν να φύγουν για την Αυστραλία γνωρίζοντας πως δεν θα ξαναγυρνούσαν .Ήταν νέοι άνθρωποι όμως και κάπως έπρεπε να δημιουργήσουν οικογένεια. Βρέθηκε λύση : ο αρραβώνας με φωτογραφία. Οι συγγενείς του νέου στην Ελλάδα έβρισκαν μια κοπέλα της αρεσκείας τους ,από καλό σόι, και κανόνιζαν τον αρραβώνα χωρίς την παρουσία του ενδιαφερομένου .Βέβαια είχε ανταλλάξει το ζευγάρι πρώτα από μια φωτογραφία , είχαν συμφωνήσει και μετά άλλαζαν τα σημάδια του αρραβώνα. Το ίδιο γινόταν και αν η κοπέλα βρισκόταν στην Αυστραλία. Τέτοια περίπτωση γάμου είχαμε με το ζευγάρι της Αικατερίνης Κύρου από τον Κρόκο και του Παπαδόπουλου Θεόδωρου από την Καισαρειά. Εδώ έγινε το προξενιό ,στάλθηκαν οι φωτογραφίες εκατέρωθεν , συμφώνησαν και οι δύο ,έγινε ο αρραβώνας με τους συγγενείς , χωρίς την παρουσία της νύφης και ο γαμπρός αφού άλλαξαν τα σημάδια του αρραβώνα πήρε την βαλίτσα του και έκανε ένα ταξίδι τριάντα ημερών με το καράβι για να συναντήσει μια κοπέλα που δεν είχε δει ποτέ του και να περάσει μαζί της την υπόλοιπη ζωή του στην ξενιτιά. Στο καράβι βρήκε άλλους εφτά νεαρούς που είχαν αρραβωνιαστεί με τον ίδιο τρόπο. Ο γάμος ήτανε πετυχημένος ,έκαναν οικογένεια , δούλεψαν και πρόκοψαν όπως τόσοι άλλοι στην Αυστραλία που έχει μια από τις μεγαλύτερες και πιο δραστήριες ελληνικές παροικίες .
Η προκοπή στα ξένα και η νοσταλγία για την Ελλάδα ταυτόχρονα είναι ένα χαρακτηριστικό της φυλής μας που νομίζω τόσο έντονο δεν υπάρχει σε άλλους λαούς .Αυτό το ύμνησε η δημοτική μούσα σε πολλά τραγούδια της και κλείνω με ένα από τα χαρακτηριστικότερα:
Μαύρα μου χελιδόνια κι άσπρα μου πουλιά
ευτού ψηλά που πάτε για χαμηλώσετε
να στείλω ένα γράμμα και μια ψιλή γραφή
να γράψω της καλής μου να μη με καρτερεί.
Εδώ στα ξένα πού “ρθα με παντρέψανε
μου δώσαν μια γυναίκα μάγισσας παιδί,
μαγεύει τα πουλάκια και δεν κελαηδούν
μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν
με μάγεψε και μένα και δε μπορώ να “ρθώ,
όταν κινήσω να “ρθω χιόνια και βροχές
κι όταν γυρίσω πίσω, ήλιος ξαστεριές…
Κείμενο- Φωτογραφίες
Ιωάννα Κύρου
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ : http://kozanimedia.gr/?p=246958#.Vk9OV14oTeF